κατοπτευθῶ

κατοπτευθῶ
κατοπτεύω
spy out
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
κατοπτεύω
spy out
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατοπτεύω — (ΑΜ κατοπτεύω) [κατόπτης] 1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῑνον χῶρον κατοπτεῡσαι», Αριστοτ.) 2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”